σαματάς

σαματάς
ο шум; возня; драка;

κάνω σαματά — поднимать шум


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σαματάς" в других словарях:

  • σαματάς — ο (λ. τουρκ.), θόρυβος, φασαρία, κραυγές: Αυτοί οι μαθητές κάνουν μεγάλο σαματά μέσα στην αίθουσα. – Γινόταν μεγάλος σαματάς και δεν ακούγαμε τίποτε. – Αυτός ο νέος όλο σαματάδες είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαματάς — ο, Ν 1. θόρυβος, ταραχή 2. συνεκδ. α) θορυβώδες γλέντι, πατιρντί β) συμπλοκή, καβγάς μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. samata] …   Dictionary of Greek

  • ντόρος — ο 1. μεγάλος θόρυβος, αναστάτωση, οχλοβοή, σαματάς 2. φρ. «έκανε ντόρο» έκανε εντύπωση, προκάλεσε πάταγο («αυτό το κινηματογραφικό έργο έκανε ντόρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] …   Dictionary of Greek

  • πατιρντί — και πατερντί και πατριντί, το άκλ. υπερβολικός και συγκεχυμένος θόρυβος από ομάδα ανθρώπων, αναστάτωση, φασαρία, σαματάς, αναταραχή, νταβατούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. patirdi] …   Dictionary of Greek

  • σαματατζής — ο, θηλ. σαματατζού, Ν 1. αυτός που προκαλεί θόρυβο, ο θορυβοποιός 2. αυτός που επιδιώκει φιλονικίες, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαματάς + κατάλ. τζής (πρβλ. πλακα τζής)] …   Dictionary of Greek

  • πατιρντί — το (λ. τουρκ.), μεγάλος θόρυβος, φασαρία, αναστάτωση, αλλιώς σαματάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τύρβη — η βοή, θόρυβος, φασαρία, σαματάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»